κακογραφία

κακογραφία
η плохой почерк

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κακογραφία" в других словарях:

  • κακογραφία — η το να γράφει κάποιος δυσανάγνωστα γράμματα, η δυσανάγνωστη γραφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν λεξικόν τού Άγγελου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • δυσλεξία — Είδος μαθησιακής δυσκολίας, που εμφανίζεται με δυσχέρεια στην ανάγνωση και στην κατανόηση γραπτών κειμένων, στη γραπτή έκφραση και στη γραφή, καθώς και στα μαθηματικά. Η δ. δεν συνεπάγεται διαταραχή στην εκφορά του λόγου, γι’ αυτό και συχνά δεν… …   Dictionary of Greek

  • κοδίμεντον — κοδίμεντον, τὸ (Μ) 1. βότανο που χρησίμευε στη μαγειρική ως καρύκευμα, πιθ. ο μαϊντανός 2. πράγμα δευτερεύουσας αξίας 3. κακογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. λατ. codimentum] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»